Bu yazı ilk kez Afoa’da yayınlandı, Gazedda tarafından Türkçe’ye çevrildi
Kıbrıs’ın siyasal hayatında, darbede rejimi devirmeye çalışırken ölen komandolar—yani darbeciler—için anıt dikilebilecek bir noktaya gelinmesi, uzun süredir adım adım örülen bir sürecin sonucudur. Üstelik bu anıtın, 7 Aralık Demokrasi İçin Direniş Günü’nde açılmış olması, meselenin ne kadar bilinçli bir tercihle ele alındığını da göstermektedir.
Grivasçı çevrelerin o dönemki dilinde Cunta “demokrasi” olarak adlandırılıyor, hatta Kıbrıs’taki düzenden daha köklü bir demokrasi olduğu iddia ediliyordu. “Demokratik” ana vatan Yunanistan söylemi, çocukluk yıllarımızda milliyetçi yaşıtlarımızın gündelik dilinin bir parçasıydı. Aynı dönemde Kıbrıs’ın içinde de, bazı aşırı sağcı çevrelerin hükümeti devirmeyi “devrim” olarak tanımladığı bir sürecin altyapısı hazırlanıyordu.
1974’te hükümetin, dönemin planları açısından “ulusal bakımdan yetersiz” olduğu iddiasıyla devrilmesine giden yol, EOKA B tarafından daha önce açılmıştı. Bu süreç, “demokrasinin yeniden tesisi” olarak sunulsa da, gerçekte yeni bir siyasal düzenden kişisel çıkar sağlamayı hedefleyenlerin şiddet yoluyla iktidarı ele geçirmesinden ibaretti. Örgütün üst kademelerinde ise, dış karar merkezlerinde şekillendirilmiş ve içerideki—maaşlı ya da gönüllü—işbirlikleriyle desteklenen bölünme, hatta iki devlet hedefi açıkça mevcuttu.
Son yıllarda Sağ’ın siyasette yeniden hegemonik bir konum elde etme ihtiyacı, Grivasçı ve Makaryosçu gelenekler arasındaki eski çatlakları ikinci plana itti. Bugün iktidarın direksiyonunda Grivasçı çizgi yer alırken, Makaryosçu kesimler, öncülüğü kaybettikten sonra bu hatta eklemlenmiş durumda. DİSİ ile ELAM birlikte hükümet kurabilecek bir güç oluştururken, kendini “merkez” olarak tanımlayan partiler giderek etkisizleşiyor ve çoğu zaman Aşırı Sağ’ın politikalarının peşinden sürükleniyor. Bu partiler, geniş bir alanda Aşırı Sağ ile aynı doğrultuda hareket ederek sürekli güç kaybediyor.
EOKA B geleneğinin yeniden iktidar alanlarında görünür hâle gelmesi, Sağ’ın tamamında milliyetçi söylemin güçlenmesi ve Sol’un bazı kesimlerinde federal çözüme yönelik tereddütlerin artması, açık bir geriye gidişe işaret ediyor. Bu tablo, milliyetçi güçlerin özgüvenini daha da pekiştirdi. Uzun süredir darbeyi aklamaya yönelik küçük ya da büyük adımlar atılıyor: ortak savunma doktrinleri, silahlanma politikaları, milliyetçi ve ırkçı söylemler, “düşmanın düşmanıyla” kurulan ittifaklar, okullarda gizli ya da açık biçimde dayatılan milliyetçi müfredatlar ve Kıbrıs’ın iki büyük toplumunu birbirinden uzaklaştıran her türlü uygulama… Benzer eğilimler diğer toplumda da görülüyor.
Milliyetçiliğin tırmanışının bir sınırı yoktur. Bu gidişat, toplumun birlikte yaşama kapasitesini aşındırır ve çok daha ağır sonuçlara yol açabilir. Elbette bu, toplumun ulusal histeriden kopup “ötekiyle” birlikte yaşamayı ve ortak bir geleceği gerçekten isteyip istemediğiyle de doğrudan bağlantılıdır.
Darbede ölen komandolar için—yani darbeciler adına—dikilen bu anıt, milliyetçiliğin artık saklanma ihtiyacı duymadan aldığı yüz kızartıcı bir rövanşın simgesidir. Aynı zamanda, darbeyi mümkün kılan faşist ideolojiye açılan bir kapıdır; o ideoloji bugün yeniden sahneye çıkmaktadır. Toplumların bu tür felaketleri tekrar tekrar yaşadığı artık açıktır: 1960’larda, 1974 öncesinde toplumlararası çatışmalarla; 1974’te darbenin ve işgalin kendisiyle; ve son olarak, son on yıllarda, Kıbrıs sorununda çözümü engelleyen milliyetçi anlatı ve pratiklerin yeniden dolaşıma sokulmasına bir kez daha izin verilmesiyle.
Okuyucuya not: 7 Aralık, Kıbrıs’ta Demokrasi İçin Direniş Günü olarak anılır; 7 Aralık 1974, faşist Yunan darbesi ve Türk işgalinin ardından Cumhurbaşkanı Makarios’un adaya döndüğü gündür. Halkın ihanete karşı ve demokrasi uğruna verdiği mücadelenin sembolüdür. Makarios’un adaya dönüşünde düzenlenen büyük karşılama mitingi, taksime karşı kararlılığı ortaya koymuştur. 7 Aralık, direnişçileri onurlandırmanın ve darbenin faillerini aklamaya yönelik tarihsel girişimlere karşı; hakikat, adalet ve adanın yeniden birleşmesi için verilen mücadeleyi hatırlamanın günüdür.
Görsel: Gazedda AI
—
Χρίστος Αχνιώτης
Έχει γίνει αρκετή δουλειά στην πολιτική ζωή της Κύπρου για να φτάσουν κάποιοι στο σημείο να μπορούν να στήνουν μνημείο για τους λοκατζήδες που πέθαναν στο πραξικόπημα ενώ προσπαθούσαν να ανατρέψουν το πολίτευμα και να φέρουν ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό της Χούντας. Μάλιστα, το μνημείο στήθηκε την ημέρα της Δημοκρατικής Αντίστασης της 7ης Δεκεμβρίου.
Στο τότε λεξιλόγιο των Γριβικών, η Χούντα αποκαλούνταν δημοκρατία και μάλιστα πιο εμπεδωμένη από την κυπριακή. Η «δημοκρατική» μητέρα Ελλάδα αποτελούσε μέρος του λεξιλογίου των εθνικοφρόνων συνομηλίκων μας όταν ήμασταν παιδιά, και στο εσωτερικό της Κύπρου βρισκόταν στα σκαριά ένα είδος «επανάστασης», όπως διάφοροι ακροδεξιοί αποκαλούσαν την ανατροπή της τότε κυβέρνησης.
Η διαδικασία ανατροπής της κυβέρνησης το 1974 ως εθνικά ανεπαρκούς για τους τότε σχεδιασμούς είχε ξεκινήσει πιο πριν από την ΕΟΚΑ Β και θεωρούνταν ένα είδος αποκατάστασης της «δημοκρατίας» – στην ουσία επρόκειτο για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από άτομα που ήθελαν να επωφεληθούν προσωπικά από μια καινούργια κατάσταση. Στα ψηλά δώματα της οργάνωσης, βέβαια, υπήρχε ο στόχος της διχοτόμησης/ δύο κρατών, μαγειρεμένος από ξένα κέντρα αποφάσεων σε συνδυασμό με τις εσωτερικές συμμαχίες τους, έμμισθες και μη έμμισθες.
Τελευταία, η ανάγκη της Δεξιάς να αποτελεί κυρίαρχη δύναμη την βοήθησε να τοποθετήσει σε δεύτερη μοίρα τις προηγούμενες διαφορές μεταξύ γριβικών και μακαριακών δυνάμεων, με τους πρώτους να κρατούν το τιμόνι της εξουσίας και τους δεύτερους να ακολουθούν μετά που έχασαν την πρωτοκαθεδρία. ΔΗΣΥ και ΕΛΑΜ μαζί μπορούν να βγάλουν κυβέρνηση, ενώ τα κόμματα του Ακραίου Κέντρου μόνο ακόλουθοι μπορεί να είναι. Χάνουν συνεχώς δύναμη, σε σημείο που σέρνονται πίσω από την Άκρα Δεξιά με την οποία συμπορεύονται σε ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών.
Η επιστροφή της ΕΟΚΑ Β σε θέσεις εξουσίας, μαζί με την ενδυνάμωση του εθνικισμού στο σύνολο της Δεξιάς μαζί με τον δισταγμό προς ομοσπονδιακή λύση από τμήματα της Αριστεράς, αποτελούν πισωγύρισμα κι έχουν ενισχύσει την αυτοπεποίθηση των εθνικιστικών δυνάμεων. Επιδιώκουν, εδώ και καιρό, να αθωώσουν το πραξικόπημα με μικρές και μεγάλες κινήσεις, ξεκινώντας από ενιαία αμυντικά δόγματα, εξοπλισμούς, εθνικιστική και ρατσιστική ρητορική, συνεργασία με εχθρούς των εχθρών, κρυφά και φανερά αναλυτικά προγράμματα με εθνικιστικό περιεχόμενο στα σχολεία και ό,τι άλλο απομακρύνει τις δύο μεγαλύτερες κυπριακές κοινότητες μεταξύ τους. Το ίδιο κάνουν και οι όμοιοί τους απέναντι.
Η ενίσχυση του εθνικισμού δεν έχει πάτο και μπορεί να οδηγήσει σε πολύ χειρότερες καταστάσεις από τις οποίες θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί η ικανότητα της κοινωνίας να συνυπάρχει με το σύνοικο στοιχείο – αν θέλει βέβαια να απομακρυνθεί από την εθνική υστερία και να ευημερήσει με τους απέναντι.
Η ανέγερση του μνημείου πεσόντων καταδρομέων, δηλαδή πραξικοπηματιών, συμβολίζει την αισχρή ρεβάνς του εθνικισμού που επιβάλλεται με διάφορους τρόπους, όχι πλέον συγκαλυμμένους. Αποτελεί όμως κι ένα άνοιγμα στην ιδεολογία του φασισμού που έκανε το πραξικόπημα και τώρα βγαίνει από πάνω. Είναι ξεκάθαρο ότι οι κοινωνίες την παθαίνουν για δεύτερη και τρίτη φορά – τη μια πριν από το 1974 κατά τη δεκαετία του 1960 με τις διακοινοτικές συγκρούσεις, την άλλη κατά τη διάρκεια του 1974, και τέλος, τις τελευταίες δεκαετίες που για ακόμα μια φορά έχουμε επιτρέψει στους εθνικιστές να επαναφέρουν το αφήγημα και τις πρακτικές τους για παρεμπόδιση λύσης του Κυπριακού.



