1865 yılında Amerika’nın kırsal bir kasabasında iyi ailelerden gelen altı genç adam, ırklarının saflığını savunmak için bir örgüt kurdu. Beyaz kukuletaların arkasına saklanarak insanları öldürdüler, mal mülk yaktılar, erkekler ve kadınlara tecavüz ettiler, ve milyonlarca destekçi bularak terör estirdiler. Güney’in İç Savaş’taki yenilgisi, ekonomik buhran ve yeni köle politikası, insan gruplarını hedef göstermek için ideal bir sosyo-ekonomik ve politik ortam sağladı. Daha sonra, bu olayın kahramanlarından biri anılarında şöyle yazdı: “Tek bir şeye susamıştık, bir şekilde eğlenme olasılığına.” O halde şiddet, bazı hasta insanlar için bir eğlenceydi ve hâlâ da öyle. İki yüzyıl önce Amerika’nın güney kırsalından 2024’ün göz alıcı Limasol’una.
Bir hafta içinde yiyecek ve içecek dağıtımı için çalışan yabancılara yönelik dört saldırı gerçekleşti. Kebabımızı, pizzamızı, kahvemizi, tatlımızı, canımız ne isterse onu evimize getirmek için aceleyle sokaklarda gelip giden sözde teslimatçılar. Arzu ettiğimiz, ancak yerel halktan pek azımızın mevcut çalışma koşulları altında vermeye istekli olduğu bir hizmet. Yani biz bu hizmeti isterken, tıpkı birilerinin köpeğimizi gezdirmesini, birilerinin evi temizlemesini, patates toplamasını, restoran mutfaklarını temizlemesini, yaşlılarımıza bakmasını ve hatta temizlemesini istediğimiz gibi, onları istemiyoruz. Onlar gitsin ve biz bütün bunları kendimiz yapalım.
Tek amaçları, yanlarından geçme talihsizliğine uğrayan herhangi bir yabancıya saldırmak olan bir grup genç kamuya açık alanlarda toplanıyor. Ya da bir platform üzerinden sipariş veriyor, dövecekleri, küfredecekleri ve soyacakları kurbanlarını bekliyorlar. Bazıları ihbar edilen, bazıları ise edilmeyen bu saldırıların sıklığı, münferit olaylardan bahsetmemize izin vermiyor. Kayıtsız kalmamız da mümkün değil. Irkçılar ve faşistler yetiştirdik. Aramızdaki yabancıların varlığından endişe duyuyoruz, ancak yerel halkın yabancılara, eşcinsellere, sevmedikleri ya da yaşam tarzlarına uymayan herkese karşı eylemlerinden daha fazla endişe duymalıyız.
Ve tarihe dönecek olursak: Ku Klux Klan, faaliyet gösterdiği eyaletin valisi milisler ile orduyu getirip tutuklamalar yaptığında ve cezalar verdiğinde dağıtıldı (on yıllar sonra başkaları tarafından yeniden kurulmuş olsa da). Bizim tarafımızda ise polis izliyor.
Görsel: Penna
ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ Ή ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ;
Το 1865 έξι νεαροί από καλές οικογένειες, σε μια επαρχιακή πόλη της Αμερικής, ίδρυσαν μία οργάνωση με στόχο να υπερασπιστούν την καθαρότητα της φυλής τους. Κρυμμένοι πίσω από άσπρες κουκούλες σκότωσαν ανθρώπους, έκαψαν περιουσίες, βίασαν άντρες και γυναίκες, σκόρπισαν τον τρόμο, βρίσκοντας εκατομμύρια υποστηρικτές. Η ήττα των νοτίων στον εμφύλιο πόλεμο, η οικονομική ύφεση και η νέα πολιτική για τους σκλάβους, αποτελούσε ένα ιδανικό κοινωνικό-οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον για να ενοχοποιηθούν ομάδες ανθρώπων. Αργότερα, στα απομνημονεύματά του, ένας από τους πρωταγωνιστές έγραψε: «Διψούσαμε για ένα μόνο πράγμα, τη δυνατότητα να διασκεδάσουμε με κάποιο τρόπο». Η βία λοιπόν, ήταν και είναι, για κάποιους αρρωστημένους, διασκέδαση. Από τη νότια επαρχία της Αμερικής πριν δύο αιώνες μέχρι την γκλάμορους Λεμεσό του 2024.
Μέσα σε μία βδομάδα σημειώθηκαν τέσσερεις επιθέσεις εναντίον ξένων που εργάζονται για την παράδοση φαγητών και ποτών. Των λεγόμενων ντελιβεράδων, οι οποίοι πηγαινοέρχονται στους δρόμους βιαστικά για να μας φέρουν στο σπίτι μας τα σουβλάκια μας, την πίτσα μας, τον καφέ μας, το γλυκό μας, ότι έχουμε πεθυμήσει. Μια υπηρεσία που την θέλουμε, αλλά πολύ λίγοι ντόπιοι είναι διατεθειμένοι να την κάνουν με τους όρους εργασίας που υπάρχουν. Ενώ λοιπόν την υπηρεσία την θέλουμε, όπως και κάποιον να βγάζει τον σκύλο περίπατο, κάποιον να καθαρίζει το σπίτι, να μαζεύει τις πατάτες, να καθαρίζει τις κουζίνες των εστιατορίων, να φροντίζει μέχρι και να ξεσκατίζει τους ηλικιωμένους μας, τους ίδιους δεν τους θέλουμε. Να φύγουν και θα τα κάνουμε μόνοι μας όλα αυτά.
Μπουλούκια νεαρών μαζεύονται σε δημόσιους χώρους με μοναδικό σκοπό να επιτεθούν σε όποιον ξένο έχει την ατυχία να περάσει από δίπλα τους. Ή προβαίνουν σε παραγγελία μέσω κάποιας πλατφόρμας, αναμένοντας το θύμα τους, το οποίο κτυπούν, βρίζουν και ληστεύουν. Η συχνότητα με την οποία γίνονται οι επιθέσεις, κάποιες από τις οποίες καταγγέλλονται και κάποιες όχι, δεν μας επιτρέπουν να μιλάμε για μεμονωμένα περιστατικά. Ούτε να εφησυχάζουμε. Έχουμε εκκολάψει ρατσιστές και φασίστες. Ανησυχούμε από την ύπαρξη ξένων ανάμεσα μας, όμως θα έπρεπε να ανησυχούμε περισσότερο για την δράση ντόπιων εναντίον ξένων, εναντίον ομοφυλόφιλων, εναντίον όποιον δεν γουστάρουν ή δεν συμφωνούν με τον τρόπο ζωής του.
Και για να επανέλθουμε στην ιστορία: Η Κου Κλουξ Κλαν διαλύθηκε (αν και δεκαετίες αργότερα επανασυστάθηκε από άλλους) όταν η κυβερνήτης της πολιτείας όπου δρούσε έβγαλε την πολιτοφυλακή και τον στρατό έξω προβαίνοντας σε συλλήψεις και τιμωρία. Σε εμάς, η αστυνομία παρακολουθεί.